- νουμηνιαστης
- νουμηνιαστήςνου-μηνιαστής-οῦ ὅ празднующий новолуние Lys.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νουμηνιαστής — νουμηνιαστής, ὁ (Α) αυτός που εορτάζει τη νουμηνία, τη νέα σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νουμηνία, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *νουμηνιάζω] … Dictionary of Greek
νουμηνιαστῶν — νουμηνιαστής one who celebrates the new moon masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)